συμποσίῳ — συμπόσιον drinking party neut dat sg συμπόσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμποσίῳ — συμποσίῳ , συμπόσιον drinking party neut dat sg συμποσίῳ , συμπόσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίωι — συμποσίῳ , συμπόσιον drinking party neut dat sg συμποσίῳ , συμπόσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek